ευδιαφθαρτος

ευδιαφθαρτος
    εὐδιάφθαρτος
    εὐ-διάφθαρτος
    2
    Plat. = εὐδιάφθορος См. ευδιαφθορος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευδιαφθαρτος" в других словарях:

  • ευδιάφθαρτος — εὐδιάφθαρτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α διάφθαρτος, δυσ διάφθαρτος] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιάφθαρτον — εὐδιάφθαρτος easily spoiled masc/fem acc sg εὐδιάφθαρτος easily spoiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαφθάρτῳ — εὐδιάφθαρτος easily spoiled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»